“ΤΟ ΓΡΑΙΚΟ, Η Ελληνική Γλώσσα της Καλαβρίας” Από το βιβλίο του Σωτήριου Δ. Τόνα

Μια γεύση από το γραίκο, μια γλώσσα θησαυρός, που σαν από θαύμα έφτασε ως τις μέρες μας.  Είναι κρίμα που χάνεται.
Egò crazome Bruno Stelitano ce ejinastina sto magno Chorio tu Richudiu. Plateggo tin glossa ce grafo ta tragudia me tin grafia latinikì. Ce arte acuste ena tragudi agapimena aderfia tis Ellenia...
Εγώ ονομάζομαι Μπρούνο Στελιτάνο και γεννήθηκα στο ωραίο χωριό του Ροχουδίου. Μιλάω τη γλώσσα και γράφω τα τραγούδια με λατινικούς χαρακτήρες. Και τώρα ακούστε ένα τραγούδι αγαπημένα αδέρφια της Ελλάδας...

ELLENIA ELLENIA
ΕΛΛΑΔΑ ΕΛΛΑΔΑ
EIlenia, Ellenia
se egho stin cardia
isse i mana tin ghenia.
Eghi mia glossa ti pedheni
den eghi iatro ti na tin jani.
I cardiamu poni poddhi
ce ligo sonno cami
na mi ghadi.
Na tin platespi pi tin sceri
na tin platespi mi sdimmoni.
Na tin platespi me ta pedia
na tin platespi stin ghitonia
na tin platespi me to scenu
na tin platespi. Na mi ghadhi.
Na tin platespi mi ndrapidhi. 3
Ελλάδα, Ελλάδα
σ' έχω στην καρδιά
είσαι η μάνα της γενιάς μας.
Υπάρχει μία γλώσσα που πεθαίνει
δεν υπάρχει γιατρός που να τη γιάνει.
Η καρδιά μου πονάει πολύ
και λίγα μπορώ να κάνω
για να μη χαθεί.
Να τη μιλήσει όποιος την ξέρει
να τη μιλήσει μην ξεχαστεί.
Να τη μιλήσει με τα παιδιά
να τη μιλήσει στη γειτονιά
να τη μιλήσει με τους ξένους
να τη μιλήσει. Να μη χαθεί.
Να τη μιλήσει μη ντραπεί.


ΜΕΓΑΛΗ ΕΛΛΑΔΑ
 (Αρχείο του Συλλόγου «Γιαλό του Βούα»)

Η ΕΛΛΗΝΟΦΩΝΗ ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΗΣ ΚΑΛΑΒΡΙΑΣ

Η ελληνόφωνη περιοχή της Καλαβρίας (Bovesia όπως την ονομάζουν) βρίσκεται σήμερα σε απόσταση περίπου 45 χιλιομέτρων από το Ρέτζιο6 στην Ιονική ακτή και περιλαμβάνει τα χωριά: Βούα ή Μπόβα, Γιαλό του Βούα ή Μπόβα Μαρίνα, Χωριό του Ροχουδίου, Πενταδάκτυλο, Γαλλιτσανό και Ροχούδι. Κάμποσοι ηλικιωμένοι Ελληνόφωνοι ζούνε επίσης στην Αμυγδαλιά, στο Βουνί ή Roccaforte del Greco και στο Χωριό του Βουνίου, χωριά σχεδόν ολοκληρωτικά ελληνόφωνα μέχρι πριν από μια γενιά. Σκαρφαλωμένα στις άγριες πλαγιές του Ασπρομόντε, παρουσιάζουν όλα τα χαρακτηριστικά των κλειστών κοινωνιών, της απομόνωσης, με βιοτικό επίπεδο προβληματικό και με αναπόφευκτη συνέπεια τη μετανάστευση, την εγκατάλειψη και την ερήμωση. Επιπλέον οι βροχοπτώσεις στις αρχές της δεκαετίας του '70 και οι κατολισθήσεις που προκάλεσαν, ανάγκασαν τους κατοίκους του Ροχουδίου και του Χωριού του Ροχουδίου να εγκαταλείψουν τα χωριά τους. Σήμερα το Ροχούδι είναι ένα χωριό φάντασμα, αν και αρχιτεκτονικό αριστούργημα με μοναδικό πολεοδομικό σχεδιασμό, είναι πραγματικά σκαρφαλωμένο στις απότομες πλαγιές ενός βράχου, που οι δύο χείμαρροι Αμεντολέας και Φουρία απειλούν να το διαβρώσουν.7
Οι συνοικίες με την πιο έντονη παρουσία Ελληνοφώνων είναι κυρίως το Σαν Τζιόρτζιο Έξτρα στο Ρέτζιο Καλαβρίας, όπου έχουν τη μόνιμη κατοικία τους περίπου 800 ελληνόφωνοι μετανάστες οι περισσότεροι από το Γαλλιτσανό, και το Σαντ' Ελία του Ραβανιέζε στο Ρέτζιο Καλαβρίας, όπου ζουν μερικές εκατοντάδες ελληνόφωνων μεταναστών κυρίως από το Ροχούδι και το Χωριό του Ροχουδίου. Χαρακτηριστικά τους είναι η γλώσσα, η ποίηση και το τραγούδι, η ξυλογλυπτική, η φιλόξενη καρδιά και τόσες καλές παραδόσεις και έθιμα ελληνικά που έχουν κρατηθεί γνήσια.
Το να επισκεφτεί κανείς αυτή την περιοχή ίσως είναι η τελευταία ευκαιρία για να χαρεί αυτή την καταπληκτική πραγματικότητα, αλλά τόσο οικεία, που ξαναφέρνει στη συνείδηση τα χρόνια της αληθινής παιδικής ηλικίας και αναζητά τα μέρη των παραμυθιών που διηγούνται οι παππούδες, μέσα σε μια χωριάτικη ατμόσφαιρα, μέσα από κάποιους στίχους που αγγίζουν την πραγματικότητα.


ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΚΑΤΑΓΩΓΗ

Δύο είναι οι θεωρίες στο βασικό θέμα της καταγωγής των ελληνόφωνων πληθυσμών της Κάτω Ιταλίας.
α) Πρώτοι Ιταλοί γλωσσολόγοι ερευνητές, που στα μέσα του περασμένου αιώνα ασχολήθηκαν σοβαρά με τους πληθυσμούς αυτούς, υποστήριξαν τη «Βυζαντινή καταγωγή» τους.
β) Αλλά πώς μπορεί κανείς να θεωρήσει τυχαίο το γεγονός ότι είναι οι ίδιες αυτές περιοχές, όπου ιδρύθηκαν από τον 8ο π.Χ. αιώνα οι πρώτες μεγάλες ελληνικές αποικίες εκεί που σήμερα συναντώνται οι σύγχρονες ιταλικές πόλεις με τα ελληνικά ονόματα: Taranto (Τάραντο), Reggio (Ρήγιο), Sibari (Σύβαρις), Otranto (Υδρούς). Μετακινήσεις κατά τη ρωμαϊκή περίοδο προς την ενδοχώρα έχουν πιστοποιηθεί και από αρχαιολογικές ανασκαφές, συγκεκριμένα προς την οροσειρά του Ασπρομόντε της Καλαβρίας, όπου είναι και ο πυρήνας των αρχαιότερων ελληνόφωνων χωριών. Οι επιστήμονες ονόμασαν τις δύο ζώνες της Νότιας Ιταλίας (Καλαβρία και Απουλία) «νουκλέο γκρεκάνικο»,8 ελληνικό πυρήνα, γιατί πραγματικά ήταν ένας πυρήνας, όπου εκεί εγκαταστάθηκε το σύνολο των ανθρώπων που για αμέτρητους αιώνες κράτησε άσβηστη τη λαμπάδα που πήρε μαζί του φεύγοντας από τη μητρόπολη ο πρώτος άποικος.
Κατά τους μεσαιωνικούς έπειτα χρόνους, όπως εξάλλου και στον ελλαδικό χώρο, στις μετακινήσεις των πληθυσμών συνέβαλαν και οι επιδρομές των πειρατών όπως πιστοποιούν και οι λαϊκές παραδόσεις των Ελληνοφώνων.
Κατά τη βυζαντινή και μεταβυζαντινή περίοδο ο ελληνισμός της Κάτω Ιταλίας γνώρισε πολλές επιδρομές, μετακινήσεις και πολιτικές εναλλαγές, κατόρθωσε ωστόσο να επιβιώσει και κατά καιρούς να ακμάσει, χάρη στις αλλεπάλληλες εγκαταστάσεις και ενισχύσεις από ελληνικούς πληθυσμούς από την Ελλάδα και τη Μ. Ασία.
Ο παλαιότερος εποικισμός χρονολογείται στον 7ο μ.Χ. αιώνα και οφείλεται στις επιδρομές αραβικών και σλαβικών φύλων στην Ελλάδα και την Ανατολική Μεσόγειο γενικότερα. Θρησκευτικές έριδες, με αποκορύφωμα την εικονομαχία στις αρχές του 9ου μ.Χ. αιώνα, προκαλούν το μεγάλο επόμενο κύμα εποικισμού από εικονολάτρες κληρικούς, μοναχούς, αλλά και λαϊκούς. Έτσι από τον 9ο έως τον 11ο αιώνα η περιοχή γνωρίζει μεγάλη ακμή, αν και η παπική εκκλησία και οι καθολικοί ηγεμόνες δεν αφήνουν πολλά περιθώρια στο βυζαντινό ελληνισμό.
Η εμφάνιση των Νορμανδών στα τέλη του 11ου αιώνα και οι διάφορες άλλες επιδρομές από Γάλλους, Ισπανούς κ.ά. επιφέρουν την παρακμή του ελληνορθόδοξου στοιχείου, με μόνη εξαίρεση την επαρχία του Ρηγίου.
Η άλωση και η τουρκική κατάκτηση του ελλαδικού χώρου προκάλεσε νέο κύμα εποίκων με αποτέλεσμα να διασωθεί το ελληνικό στοιχείο από το μαρασμό και την εξαφάνιση, να ενισχυθεί και να σημειωθεί μια νέα περίοδος ακμής για δυο ακόμη αιώνες.
Οι συνεχείς παρεμβάσεις της Καθολικής Εκκλησίας, η απομόνωση του πληθυσμού και η σταδιακή υποχώρηση της ελληνικής γλώσσας απέναντι στην ιταλική, επιφέρουν την τελική παρακμή στα τέλη του 16ου αιώνα και πιο συγκεκριμιένα με το κλείσιμο της Συνόδου του Τrentο(1565), που σήμανε την αρχή της Αντιμεταρρύθμισης, η ελληνική γλώσσα των περιοχών αυτών υπέστη ένα φοβερό πλήγμα, γιατί καταργήθηκε κάθε λατρεία που δεν υπάκουε στο καθολικό δόγμα και στους παπικούς κανόνες. Έτσι η ορθόδοξη παράδοση της νότιας Ιταλίας και επομένως και η ελληνική γλώσσα, αφού απαγορεύτηκε η ανατολική ορθόδοξη λειτουργία, έμελλε να αντικατασταθεί από τη λατινική.9 Σκληροί υπήρξαν οι αγώνες των Ελληνοφώνων για να διατηρήσουν τη λατρεία τους και τη γλώσσα τους. Το τελευταίο γραπτό μνημείο σε ελληνική γλώσσα είναι του 1574 και είναι μια κατάρα σταλμένη από τον τελευταίο Έλληνα επίσκοπο της Μπόβα ή Βούα, Colucci (Νικολάκι Γαρίνο.10 Είναι ένα ανάθεμα εναντίον του κυπριακής καταγωγής επισκόπου της Μπόβα Σταυρινού,11 επειδή επέβαλε στους κατοίκους την καθολική λατινική λειτουργία, καταργώντας την ορθόδοξη ελληνική, αφού πρώτα συνεννοήθηκε με ορισμένους προύχοντες της πόλης. Από τότε στους Ελληνόφωνους γραπτά ελληνικά κείμενα βρίσκουμε μόνο με λατινικούς χαρακτήρες, ενώ διαιωνίζεται η προφορική παράδοση της ελληνικής γλώσσας. Ο ελληνικός πληθυσμός συρρικνώνεται σημαντικά και χάνει τη θρησκευτική του αυτονομία. Συνεπώς το ορθόδοξο τελετουργικό χάνεται και μαζί του καίγονται οι μνήμες και τα ντοκουμέντα. Οι εκκλησίες και οι μονές ερημώνονται, οι κοινότητες αντιμετωπίζουν οικονομικό και πνευματικό μαρασμό και μόνο η ελληνική παράδοση με τα έθιμα, τα τραγούδια και τα μοιρολόγια σ' αυτή την ανεκτίμητη γλώσσα παραμένουν μέχρι σήμερα ζωντανά στις περιοχές της Καλαβρίας.12

Η νεότερη ιστορία των Ελληνοφώνων της Καλαβρίας είναι μια ιστορία καταπιέσεων, διωγμών, καταφρόνησης και ένδειας. Οι ελληνόφωνοι χωρικοί, οι πιο φτωχοί ανάμεσα στους πιο φτωχούς, περιφρονημένοι ως μέλη μιας μειονότητας εγκαταλείφθηκαν στην οικονομική καθυστέρηση και στον αναλφαβητισμό, με μόνο μέσο επικοινωνίας με το γύρω κόσμο την ελληνική τους γλώσσα, που μεταδιδόταν από γενιά σε γενιά προφορικά.
Ένα άλλο βαρύ πλήγμα υπέστη η ελληνική γλώσσα των Ελληνοφώνων στη διάρκεια του ιταλικού φασισμού(1922-1942), όταν απαγορεύτηκαν οι διάλεκτοι σ' όλη την Ιταλία και επιβλήθηκε η κοινή ιταλική της Τοσκάνης. Στους Ελληνόφωνους έλεγαν ότι έπρεπε να ντρέπονται για το ακατάληπτο ιδίωμά τους.
Αλλά και μετά τον πόλεμο η κατάσταση λίγο καλυτέρευσε. Η εκβιομηχάνιση και οι νέες τεχνικές μέθοδοι που εφαρμόστηκαν στη γεωργία τη δεκαετία του '50 κατάφεραν σκληρό χτύπημα στην παραδοσιακή οικονομία της Καλαβρίας και προκάλεσαν έξαρση της ανεργίας με αποτέλεσμα την επιδείνωση του προβλήματος της μετανάστευσης.
Για τα ελληνόφωνα χωριά η κατάσταση ήταν ακόμα χειρότερη. Η οικονομική εξαθλίωση, η πολιτιστική περιθωριοποίηση, η σκανδαλώδης αδιαφορία της κεντρικής εξουσίας οδήγησαν σε ταχεία συρρίκνωση τη μειονότητα, τόσο που στις αρχές της δεκαετίας του '70 οι μέρες της να φαίνονται μετρημένες. Και βρισκόμαστε έτσι μπροστά στο μεγάλο παράδοξο μιας κοινωνίας που γεμάτη θαυμασμό εκστασιάζεται μπροστά στα μνημεία της ελληνικής αρχαιότητας που γεμίζουν τα μουσεία της, που μαθαίνει στα παιδιά της τα αρχαία ελληνικά στα λύκεια και τα πανεπιστήμια, και την ίδια στιγμή περιφρονεί και καταδικάζει στην εξαφάνιση τους Έλληνες αυτούς που με τη γλώσσα και τις παραδόσεις τους αποτελούν τους μοναδικούς ζωντανούς μάρτυρες της ίδιας αυτής αρχαιότητας. Πώς να μη νιώσει λοιπόν κανείς την πικρία εκείνων των νεαρών Ελληνοφώνων, που την παραμονή των εγκαινίων στο μουσείο του Ρηγίου της αίθουσας των «Πολεμιστών του Ριάτσε» κόλλησαν στους τοίχους της πολιτείας μανιφέστα που εικόνιζαν τους δύο μπρούτζινους πολεμιστές να λένε: «Η Ρώμη έμεινε μπάρμπαρο: εμεί της εφέραμε τα γράμματα, ετσείνη στη Χώρα13 μας έκοτσε τη γλώσσα» (Η Ρώμη παρέμεινε βάρβαρη: εμείς της φέραμε τα γράμματα, εκείνη στη Χώρα μας έκοψε την ελληνική γλώσσα). Οι νέοι αυτοί που κολλούσαν τα μανιφέστα στους τοίχους του Ρηγίου τον Αύγουστο του 1981 ήταν μέλη ενός Συλλόγου Ελληνοφώνων που ιδρύθηκε το 1975 στην κωμόπολη Μπόβα Μαρίνα με το όνομα «Τσινούριος Κόσμος» (Καινούριος Κόσμος).
Δεν ήταν ο μόνος ελληνικός σύλλογος που είδε το φως τα χρόνια εκείνα. Από τα τέλη της δεκαετίας του '60 άρχισε να αναπτύσσεται ανάμεσα στους Έλληνες της Καλαβρίας μια έντονη συνείδηση της πολιτιστικής αξίας και της ιστορικής σημασίας της γλώσσας τους. Το 1967 συγκροτήθηκε στο Ρήγιο ο πρώτος ελληνοκαλαβρέζικος Πολιτιστικός Σύλλογος «Η Ιόνικα» (Η Ιονική), με την πρωτοβουλία δύο καθηγητών του κλασικού Λυκείου Tommaso, Campanella. Λίγο αργότερα στο Ρήγιο πάντα, φοιτητές από το ελληνόφωνο χωριό Γαλλιτσανό ίδρυσαν το Σύλλογο «Ζωή και γλώσσα». Στα χρόνια μετά το 1973 οι δραστηριότητες πολλαπλασιάστηκαν και από το εσωτερικό της «Ιόνικα», ή ανεξάρτητα απ' αυτήν, άρχισαν να γεννιούνται στα χωριά της ελληνόφωνης περιοχής της Καλαβρίας καινούριοι σύλλογοι, όλοι απασχολημένοι με διάφορες δραστηριότητες στο έργο της πολιτιστικής αφύπνισης και της παρουσίασης των δύσκολων κοινωνικοοικονομικών συνθηκών στις οποίες βρίσκονταν αυτά τα χωριά.
Απ' αυτούς τους συλλόγους οι πιο γνωστοί είναι: ο Σύλλογος «Αποδιαφάτζει» (Ξημερώνει), ο Μορφωτικός Σύλλογος «Γιαλό του Βούα» και ο «Φολκλορικός Όμιλος Εουρίτο». Το 1986 οι δύο σύλλογοι από το Ρήγιο «Ζωή και γλώσσα» και η «Ιονική» ενώθηκαν σε έναν με το όνομα «ΚΟΜ/ΕΛ/ΚΑ» ('Ενωση Ελλήνων Καλαβρίας).15 Στο Κοντοφούρι ιδρύεται το 1999 ένας ακόμη Ελληνόφωνος Μορφωτικός Σύλλογος με πολιτιστική και κοινωνική δράση, που ονομάζεται «Paleό Cosmo» (Παλιός Κόσμος).
Οι σύλλογοι αυτοί, παρόλα τα προβλήματα και τις διαφωνίες που υπήρξαν και εξακολουθούν να υπάρχουν μεταξύ τους, ανέπτυξαν σημαντική δραστηριότητα και αγωνίζονται για τη διατήρηση της παραδοσιακής παιδείας των ελληνοφώνων στην Καλαβρία και για την ευαισθητοποίηση της κοινής γνώμης, τόσο στην Ιταλία όσο και στην Ελλάδα, για τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η ελληνική μειονότητα. Προς το σκοπό αυτό άρχισαν να εκδίδονται εφημερίδες και περιοδικά όπως «Η Ιονική» και η «Η Ρίζα», ενώ γράφτηκαν και βιβλία όπως το βιβλίο «Η γλώσσα της Μπόβα» του καθηγητή Giovanni Andrea Crupi, που αποτέλεσε για τους Έλληνες της Καλαβρίας το όργανο για να ξαναμάθουν τη γλώσσα τους. Επίσης διοργανώθηκαν μαθήματα λογοτεχνίας, ιδρύθηκε στην Μπόβα Μαρίνα αγροτοποιμενικό μουσείο, κυκλοφόρησαν δίσκοι με παραδοσιακή μουσική και τραγούδια σύγχρονων ελληνοκαλαβρών συνθετών και στιχουργών, τυπώθηκαν ημερολόγια στο γραίκο, ενώ από το 1985 διοργανώνεται στη Χώρα ετήσιος διαγωνισμός στην ελληνοκαλαβρέζικη ποίηση.

Παράλληλα, χάρη στην πρωτοβουλία και την επιμονή πνευματικών ανθρώπων της Ελλάδας, όπως του ιστορικού-αρχαιολόγου Δρ. Επαμεινώνδα Βρανόπουλου, ο οποίος είχε επισκεφτεί τα ελληνόφωνα χωριά, άρχισαν να αναπτύσσονται εδώ και πολλά χρόνια σχέσεις μεταξύ Ελλήνων και Ελληνοκαλαβρών της Κάτω Ιταλίας. Έγιναν αδελφοποιήσεις Δήμων (ο Δήμος της Χώρας στην Καλαβρία έχει αδελφοποιηθεί με αυτόν του Παλαιού Φαλήρου), διοργανώθηκαν διακοπές στην Ελλάδα για παιδιά από τα ελληνόφωνα χωριά. Έγιναν και δύο διεθνή συνέδρια στις ελληνόφωνες περιοχές με την πρωτοβουλία του Συλλόγου Ελληνόφωνων Γυναικών «Καρυάτιδες»: το ένα στο Μαρτάνο της Απουλίας και το άλλο στην Μπόβα Μαρίνα της Καλαβρίας.
Φαίνεται πως όλες αυτές οι προσπάθειες άρχισαν να αποδίδουν καρπούς. Το ιταλικό κράτος και η ΕΟΚ αναγνώρισαν την ελληνόφωνη μειονότητα. Η περιοχή όπου μιλιούνται ακόμα τα ελληνικά της Καλαβρίας, οριοθετήθηκε και στην είσοδο κάθε ελληνόφωνου χωριού στήθηκαν ταμπέλες με την επιγραφή «Ελληνόφωνοι της Καλαβρίας». Η επίσημη αυτή αναγνώριση της ταυτότητάς τους συνετέλεσε στο να ξεπεράσουν οι Ελληνόφωνοι το σύμπλεγμα της κατωτερότητας που τους κατάτρεχε τα περασμένα χρόνια και που ήταν η φυσική απόρροια της ετικέτας του αγράμματου και του αγροίκου που τους είχε κολλήσει η τοπική μπουρζουαζία (η ανώτερη κοινωνική τάξη). Δυστυχώς όμως σήμερα, στα περισσότερα χαρακτηριζόμενα ως ελληνόφωνα χωριά αυτοί που μιλούν πραγματικά το γραίκο έχουν καταντήσει μειοψηφία κι ακόμα και αυτοί που το μιλούν, οι γεροντότεροι συνήθως, στη μεταξύ τους συνομιλία χρησιμοποιούν πιο συχνά την καλαβρέζικη (ιταλική) διάλεκτο.
Ας ελπίσουμε πως δεν είναι ήδη αργά, γιατί η διατήρηση του ελληνισμού σε αυτή την από παράδοση ελληνοπρεπή χώρα είναι κάτι που μας αφορά όλους.16

Εξάλλου, σύμφωνα με την επιστημονική θεωρία του Αναστάσιου Καραναστάση, ο οποίος με εντολή της Ακαδημίας Αθηνών ερεύνησε και μελέτησε τη γλώσσα των Ελληνοφώνων της Κάτω Ιταλίας, και όπως βεβαιώνει ο πλούτος των σπάνιων λεξιλογικών, σημασιολογικών, συντακτικών και φωνητικών στοιχείων που σώθηκαν, η ωραία γλώσσα των Ελληνοφώνων της Κάτω Ιταλίας ξεκινάει από τον 8ο αιώνα και φθάνει μέχρι σήμερα χωρίς καμία διακοπή.
Πέρα όμως από τις αρχαιοελληνικές ρίζες της, η σημερινή γλώσσα των Ελληνοφώνων παρουσιάζει μια ιδιάζουσα μορφή εξαιτίας των λεξιλογικών δανείων της ιταλικής, όπως είναι φυσικό, που μπήκαν στη γλώσσα αφού πήραν μορφή ελληνική και ακολούθησαν τους κανόνες της ελληνικής γραμματικής, π.χ. η ιταλική λέξη bicchiere που έγινε το μπικέρι, γενική του μπικερίου και αντικατέστησε το ελληνικό ποτήρι.
Στους βυζαντινούς χρόνους επίσης η γλώσσα πλουτίστηκε με λέξεις του λεξιλογίου της Εκκλησίας: Πασκαλία = Πάσχα, Πιφανεία ή Επιφάνεια = Θεοφάνεια κ.ά. Ένα τρίτο χαρακτηριστικό στοιχείο είναι η ύπαρξη ιδιόρρυθμων μοναδικών λέξεων, π.χ. αγαπησία = αγάπη, αστρία = έχθρα, που δημιουργήθηκε από την ανάγκη εμπλουτισμού της γλώσσας μέσα στη μακρόχρονη απομόνωση των ελληνοφώνων από τον ελλαδικό κόσμο, κυρίως στη διάρκεια της τουρκοκρατίας. Θα πρέπει τέλος να τονίσουμε ότι η γλώσσα τους αναπτύχθηκε και διατηρήθηκε μόνο με τον προφορικό λόγο και η επιβίωση για τρεις χιλιάδες χρόνια βασικά οφείλεται στην απομόνωση των ελληνόφωνων πληθυσμών μέχρι το Β' Παγκόσμιο πόλεμο με κλειστό σύστημα επικοινωνίας, ελάχιστη επαφή με τα γειτονικά αστικά κέντρα, ενώ στους γάμους επικρατούσε η ενδογαμία. Οι συνθήκες όμως αυτές δεν ισχύουν πια- η φοίτηση στα ιταλικά σχολεία είναι υποχρεωτική όπως και η στρατιωτική θητεία, οι επαφές με τον ιταλικό πληθυσμό εύκολες και καθημερινές, η κοινωνική και οικονομική οργάνωση τελείως διαφορετική, ενώ η φασιστική προπαγάνδα έπαιξε το ρόλο της καθώς ο Μουσολίνι ήθελε να εξαλείψει τις διάφορες εθνικές μειονότητες του ιταλικού κράτους. Έτσι σήμερα μόνο οι γεροντότεροι τη μιλούν.
Όμως, η πιο σημαντική ίσως στιγμή για τη διάσωση της ελληνοκαλαβρέζικης γλώσσας είναι η απόφαση του Ιταλικού Κοινοβουλίου, με αριθμό 482 τον Απρίλιο του 1999, να την αναγνωρίσει ως Προστατευόμενη Γλώσσα (Minoranze Linguistiche Grike).32 Αυτό επέτρεψε τη διδασκαλία της ελληνικής διαλέκτου των Ελληνοφώνων σε επίπεδο στοιχειώδους παιδείας και την αναζωογόνηση του ενδιαφέροντος σε πλατύτερες μάζες.
Βεβαίως, τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια έντονη κινητικότητα εκ μέρους των υπουργείων Εξωτερικών, Εθνικής Παιδείας & Θρησκευμάτων και πολλών άλλων φορέων της Ελλάδας, αλλά και των ιδίων Ελληνοκαλαβρών που θέλησαν να συμμετέχουν, ώστε να διατηρηθεί η γλώσσα και στους νεότερους, με την ένταξη της διδασκαλίας της νεοελληνικής ως ξένης γλώσσας στο πρόγραμμα σπουδών των ιταλικών σχολείων και των συλλόγων στις περιοχές της ελληνόφωνης Καλαβρίας και Απουλίας, την απόσπαση περισσότερων εκπαιδευτικών, τις πολιτιστικές ανταλλαγές, τις αδελφοποιήσεις, τις κατασκηνώσεις και τη διοργάνωση εκδρομών στην Ελλάδα.
Επίσης κάθε χρόνο εκπονούνται ειδικά προγράμματα για τους ελληνόφωνους κατοίκους κάθε ηλικίας που παρακολουθούν τα τμήματα εκμάθησης της νεοελληνικής γλώσσας, ώστε να φοιτήσουν εκ περιτροπής όσο το δυνατόν περισσότεροι απ' αυτούς για ένα ή για δύο ή και για έξι μήνες στα πανεπιστήμια της Ελλάδας για μια καλύτερη γνωριμία με τη γλώσσα και τη λογοτεχνία, αλλά παράλληλα να ζήσουν από κοντά και την ελληνική κουλτούρα


ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ ΣΗΜΕΡΑ Η ΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ

Στην Καλαβρία σήμερα, το γραίκο μιλιέται μόνο σε τέσσερα μικρά χωριά τοποθετημένα στην άκρη της μεσημβρινής Ιταλίας, στη Νομαρχία του Ρηγίου. Τα χωριά αυτά είναι: η Μπόβα, η Μπόβα Μαρίνα, το Ροχούδι και το Γαλλιτσανό. Σ' αυτά όμως πρέπει να προσθέσουμε μερικές άλλες περιοχές, ανάμεσα στις οποίες την ίδια την πόλη του Ρηγίου (Reggio Calabria), όπου εκεί μετανάστευσαν πολλοί Ελληνόφωνοι από τα χωριά του εσωτερικού.
Αν και δεν υπάρχει ακριβής υπολογισμός, πιστεύεται ότι ο αριθμός των Καλαβρών που γνωρίζουν το γραίκο κυμαίνεται μεταξύ των 1000 - 2000 ατόμων και μιλιέται σήμερα από περίπου 500 άτομα, που δυστυχώς όμως στην πλειονότητά τους είναι ηλικίας από 70 ετών και άνω.
Σήμερα, συναντούμε ελληνόφωνους κατοίκους που έμαθαν τη διάλεκτο μέσα από τη χρήση της στο οικογενειακό περιβάλλον στο οποίο μεγάλωσαν. Από αυτούς, ορισμένοι συμμετέχουν με διάφορους τρόπους (επαφές με την Ελλάδα, εκδηλώσεις κ.ά) στην προσπάθεια για τη διατήρηση του ιδιώματος, με μια έντονη διάθεση ανακάλυψης και επιστροφής στις ρίζες και μια επίμονη και σοβαρή προσπάθεια ανανέωσης και εμπλουτισμού του γλωσσικού τους οργάνου, με την πρόσληψη νέων στοιχείων της Νεοελληνικής, λέξεων και εκφράσεων33, ενώ άλλοι παραμένουν αμέτοχοι και παγερά αδιάφοροι. Ακόμη συναντούμε και εκείνους που με δική τους προσπάθεια και μελέτη, μέσα στο χώρο των ελληνόφωνων συλλόγων, έμαθαν σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό τη γλώσσα των παππούδων τους. Σπανίως όμως και οι μεν και οι δε χρησιμοποιούν τη διάλεκτο στην καθημερινή τους ζωή.
Τέλος, μια τρίτη κατηγορία είναι αυτών που προσφάτως ανακάλυψαν την ελληνοφωνία και που ενώ μιλούν πολύ για την ανάγκη διατήρησης του ιδιώματος, δεν καταβάλλουν οι ίδιοι καμιά ιδιαίτερη προσπάθεια για να το μάθουν. Από την άλλη δείχνουν υπερβάλλοντα ζήλο και επαγγελματισμό σε μια σειρά δραστηριοτήτων που υπόσχονται ποικίλες απολαβές (ευρωπαϊκές και εθνικές χρηματοδοτήσεις κλπ).
Ένα σημαντικό ζήτημα που διχάζει προκαλώντας έντονο προβληματισμό είναι το ζήτημα της γραφής της διαλέκτου, με τη χρήση χαρακτήρων του ελληνικού ή ιταλικού αλφάβητου. Από τη μια μεριά βρίσκονται εκείνοι που υποστηρίζουν ότι η γλώσσα πρέπει να γραφεί με το φυσικό της αλφάβητο, δηλαδή το ελληνικό, πράγμα το οποίο θα βοηθούσε στην καλύτερη φωνητική της απόδοση και την πρόσβαση στη νεοελληνική, απαραίτητη κατά τη γνώμη τους σήμερα.
Από την άλλη βρίσκονται εκείνοι που υποστηρίζουν ότι αυτό θα αποτελούσε μια αντι-ιστορική εξέλιξη, δεδομένου ότι το ιδίωμα έφτασε ως τις μέρες μας προφορικά και για την καταγραφή του από τους μελετητές χρησιμοποιήθηκε το ιταλικό αλφάβητο. Επιπλέον θα καθιστούσε ακόμη πιο δύσκολη την εκμάθησή του σε ένα περιβάλλον όπου το ελληνικό αλφάβητο είναι άγνωστο.
Μέχρι τώρα η μόνη διδασκαλία είναι εκείνη της Νεοελληνικής ως ξένης γλώσσας, με όλα τα γνωστά προβλήματα που αυτή παρουσιάζει (έλλειψη κατάλληλων διδακτικών βιβλίων, ειδική επιμόρφωση των εκπαιδευτικών κ.ά). Εξάλλου δεν είναι ενταγμένη στα προγράμματα σπουδών όλων των ιταλικών σχολείων, έτσι ώστε το ωρολόγιο πρόγραμμα διδασκαλίας της να ποικίλλει από σχολείο σε σχολείο. Πέρα απ' αυτά, έχουν τεθεί πολλές ενστάσεις για τη σκοπιμότητά της. Πολλοί βλέπουν σε αυτή τον κίνδυνο της ολοκληρωτικής γλωσσικής αφομοίωσης του ιδιώματος, ενώ άλλοι θεωρούν ότι αποτελεί αναγκαίο εργαλείο για την επικοινωνία τους με τον απανταχού ελληνισμό.
Το παρήγορο είναι ότι οι ελάχιστοι από τους νέους που μιλούν τα Νέα Ελληνικά δείχνουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την επιβίωση του ιδιώματος. Στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, όπου ακόμη και ισχυρές γλώσσες φαίνεται να απειλούνται, μέλλει να αποδειχθεί η τύχη αυτών των ιδιωμάτων που σαν από θαύμα έφθασαν ως τις μέρες μας.34


6 Ρέτζιο είναι η ιστορική πόλη του Ρηγίου
7 ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ 1999, Εκδόσεις Αντίκτυπος και Έκτυπον, Αθήνα, 1998, Κεφ. «Η ΚΑΛΑΒΡΙΝΗ ΕΛΛΑΔΑ»
8 ΜΕΡΓΙΑΝΟΥ ΑΝΖΕΛ: Ταξιδεύοντας στα ελληνόφωνα χωριά της Κάτω Ιταλίας. Εκδόσεις Ακρίτας, σελ. 224
9 NΙKAS C, L' antico Statuto della Confraternita dei Greci di Napoli, "Annali Fac. Lettere e Fios. Univ. Napoli", s. XII, 1981-1982.
10 MOSINO F., Dal greco antico al greco moderno in Calabria e in Basilicata, Reggio Calabria 1995.
VIOLI F., Storia degli Studi e della Letteratura popolare Grecanica, Reggio Calabria 1992.
11 ΝΙΚΑΣ Κ., Κύπριοι      στην Ιταλία και στη Νεάπολη κατά τους ΧVI-XVII αιώνες, “Cypre et l’ Europe”, Πρακτικά Διεθνούς Συνεδρίου, Nancy 1998.
12 ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ 1999, Εκδόσεις Αντίκτυπος και Έκτυπον, Αθήνα, 1998, Κεφ. «ΚΑΤΑΓΩΓΗ»
13 Χώρα είναι η ονομασία του ιστορικού ελληνόφωνου χωριού Βούα ή Μπόβα. Συχνά το προσφωνούν έτσι οι ελληνόφωνοι, γιατί ήταν η πρωτεύουσα, το πιο ονομαστό, το πιο ανεπτυγμένο και το διοικητικό κέντρο όλων των ελληνόφωνων χωριών της Καλαβρίας.
14 Ο Μορφωτικός Σύλλογος «Γιαλό του Βούα» εδρεύει στην Μπόβα Μαρίνα της Καλαβρίας και είναι ο σύλλογος με την πιο έντονη και πλούσια δραστηριότητα, οργανώνοντας τμήματα εκμάθησης της νεοελληνικής και ελληνοκαλαβρέζικης γλώσσας, μουσικά και χορευτικά τμήματα, βραδιές κινηματογραφικής λέσχης, μορφωτικές και πολιτιστικές ανταλλαγές κ.ά. Τα μέλη του δραστηριοποιούνται και συμμετέχουν ενεργά σε ημερίδες, συνέδρια και εκδηλώσεις στην Ιταλία, στην Ελλάδα και στην Κύπρο.
15 Περιοδικό «ΕΛΛΟΠΙΑ», καλοκαίρι 1992, τεύχος 11, σελ. 39.
16 Περιοδικό «ΔΙΑΥΛΟΣ», Δεκέμβριος 1990.
32 ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ 1999, Εκδόσεις Αντίκτυπος και Έκτυπον, Αθήνα, 1998, Κεφ. «ΓΛΩΣΣΑ»
33 ΝΙΚΑΣ Κ. Ζώντες Ελληνόφωνοι ποιητές της Καλαβρίας,  «Ιταλοελληνικά» ΙΙΙ, Νεάπολη 1990, σελ. 255-278
34 Κείμενο εισήγησης σε συνέδριο: «Η διαχρονική παρουσία της ελληνικής γλώσσας στη Νότια Ιταλία. Οι ελληνόφωνοι πληθυσμοί σήμερα – Διαπιστώσεις και προβληματισμοί», Ιωάννης Σιδηροκαστρίτης, Ιούνιος 2003.


Από το βιβλίο του Σωτήριου Δ. Τόνα  «ΤΟ ΓΡΑΙΚΟ, Η Ελληνική Γλώσσα της Καλαβρίας»